- μαλαϊκός
- -ή, -ό [Μαλαίος]1. αυτός που αναφέρεται στους Μαλαίους ή στη Μαλαισία («Μαλαϊκή Χερσόνησος»)2. το θηλ. ως ουσ. η Μαλαϊκήγλώσσα τής ινδονησιακής ομάδας, η περισσότερο γνωστή και διαδεδομένη γεωγραφικά, αλλ. Μαλαισιακή.
Dictionary of Greek. 2013.